ρέστα

ρέστα
τα
1) сдача; 2) остаток денег;

§ ζητώ ( — или θέλω) και ρέστα — предъявлять наглые требования;

καί τα ρέστα — и так далее, и тому подобное


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ρέστα" в других словарях:

  • ρέστα — τα, Ν βλ. ρέστος …   Dictionary of Greek

  • ρέστο — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει απομείνει, ο υπόλοιπος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρέστα α) υπόλοιπο χρηματικού ποσού το οποίο επιστρέφεται μετά την κράτηση τής ανάλογης τιμής ενός προϊόντος σε αγοραπωλησία β) (γενικά) τα υπόλοιπα χρήματα 3. φρ …   Dictionary of Greek

  • Tha Doso Resta — Infobox Single Name = Tha Doso Resta Artist = Marianta Pieridi from Album = B side = Pia S Agapaei Pio Poli Released = March 2008 Format = CD Single Digital Download Radio Single Recorded = 2007 Genre = Pop, Modern Laika, Dance Length = 3:12… …   Wikipedia

  • ρέστος — η, ο (λ. ιταλ.), υπόλοιπος: Τρεις μονάχα υποψήφιοι πέτυχαν, οι ρέστοι απότυχαν. Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ρέστα υπόλοιπο χρηματικού ποσού: Δώσεμου τα ρέστα από ένα πενηντάρικο. Φρ., «ζητά (ή θέλει) και ρέστα», παρουσιάζεται ως απαιτητής (ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Rena Vlahopoulou — Infobox actor name = Rena Vlahopoulou Ρένα Βλαχοπούλου caption = birthname = Ειρήνη Βλαχοπούλου birthdate = 1923 birthplace = deathdate = 29 July 2004 deathplace = Athens, Greece restingplace = restingplacecoordinates = othername = occupation =… …   Wikipedia

  • εμ — (I) ἐμ (Α) (πρόθεση) ἐν ἡ εἰς. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εν]. (II) (και έμι, έμου, όμου, χέμι, χέμα) επιφώνυμα που εκφράζει: α) δυσανασχέτηση («εμ, στα λεγα αλλά δε μ άκουγες») β) απορία («εμ, τί να σού κάνει κι αυτή η δύστυχη») γ) εγκατέρτηση («εμ, τί να… …   Dictionary of Greek

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • μπακίρα — η [μπακίρι] 1. μεγάλο σκεύος από χαλκό 2. χάλκινο νόμισμα μεγάλου μεγέθους («μέ φόρτωσε ρέστα όλο μπακίρες») …   Dictionary of Greek

  • μόνε — (Μ μόνε) (μόριο με σημ. εναντ. συνδ.) αλλά, αλλά και, εντούτοις, επί πλέον, μόνο, μονάχα (α. «δεν φτάνει που έφταιγε μόνε ζητάει και ρέστα» β. «μόνε καημούς και βάσανα κι αναστενάγματά μου», Ερωτόκρ.) νεοελλ. φρ. «μόνε μόνε» μόλις και μετά βίας,… …   Dictionary of Greek

  • σχέδιο — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε παράσταση πάνω σε μια επιφάνεια (βράχο, επιχρισμένο τοίχο, μέταλλο, ξύλο, περγαμηνή, χαρτί κλπ.) που απεικονίζεται με ένα περίγραμμα το οποίο αποτελείται από μια ή περισσότερες γραμμές· στην… …   Dictionary of Greek

  • αμέτρητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετρήθηκε: Κάνεις άσχημα να παίρνεις τα ρέστα αμέτρητα. 2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί να μετρήσει κανείς: Τα άστρα είναιαμέτρητα. 3. πάρα πολύς, πολυάριθμος: Τον συμβούλεψα αμέτρητες φορές, αλλά άδικα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»